- Σάτυρος
- Σάτυροςlewdmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σάτυρος — lewd masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάτυρος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι άγνωστος ο τόπος της καταγωγής του καθώς και ο χρόνος που μαρτύρησε. Αποκεφαλίστηκε στην Καμπανία της Ιταλίας, μαζί με πολλούς άλλους των περισσότερων από τους οποίους τα ονόματα είναι άγνωστα. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
σάτυρος — ο 1. άνθρωπος φιλήδονος και ακόλαστος. Αυτός ο γέρος είναι σάτυρος. 2. άσχημος, δυσειδής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σάτυρος — ο κατώτερος δαίμονας στην αρχαία ελληνική μυθολογία, με πόδια τράγου και κέρατα, ακόλουθος του Διόνυσου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σατύρω — Σάτυρος lewd masc nom/voc/acc dual Σάτυρος lewd masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατύρω — Σάτυρος lewd masc nom/voc/acc dual Σάτυρος lewd masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατύροιο — Σάτυρος lewd masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατύροιο — Σάτυρος lewd masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατύροις — Σάτυρος lewd masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατύροις — Σάτυρος lewd masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)